- ετερόπλοκος
- ἑτερόπλοκος, -ον (Α)φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.